(αφιερωμένο στην Πρωτοβουλια για την
ανακατασκευή, του βενετσιάνικου ρολογιού)
Ήρθε στον ύπνο μου
σαν όνειρο,
μέσα σε σύννεφο
από σκόνη και δάκρυα,
εργάτης του χρόνου,
του φόβου λιοντάρι.
Αιμορραγούσε πάνω του
σκουριά κι έβαφε τ΄όνειρο
στο χρώμα των τύψεων,
άναψε στον ύπνο μου φωτιά
και φώτισε
τις αυστηρές γωνίες του
κι έλαμψαν οι πέτρες,
από το πέρασμα του χρόνου,
πλυμένες σαν εξιλέωση.
Θαύμασα
τα πελεκημένα αστέρια του.
Κι όμως, φτερούγιζε γύρω του μια τύψη
κι έπεφτε σαν πέτρα βαριά
πάνω μου,
κι ήρθαν παιδιά και την σηκώσανε.
Με τα παιχνίδια τους ζωντάνεψε ο τόπος,
με τα παιχνίδια τους χαμογελούσε η ιστορία.
Η απαίτηση της χτυπούσε σαν καμπάνα
πάνω στους ίσκιους τ΄ουρανού.
Οι αιώνες παραμέρισαν
και φανερώθηκε
το φταίξιμο των αρχόντων.
Ριγμένες πέτρες στην θάλασσα,
σαν σκουριασμένες αλυσίδες,
σέρνουν τ΄όνειρο και χτίζουν
τον πύργο του,
κόντρα στους λογικούς,
σε όσους δεν ονειρεύονται,
σε όσους δεν αισθάνονται
όπως τα παιδιά.
Βαριά η ευθύνη
ξεπέρασε το μέτρημα του χρόνου.
Έχουμε την τόλμη
ν’ αρχίσουμε το χτίσιμο;
Ποιος ξέρει;
Η ιστορία περιμένει να ξυπνήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου